- φιλέφηβος
- φῐλέφηβος, ον,A fond of youths, AP12.161 (Asclep.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλέφηβος — fond of youths masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέφηβος — ον, Α αυτός που αγαπά τους εφήβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔφηβος] … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek